κινητό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κινητό | τα | κινητά |
| γενική | του | κινητού | των | κινητών |
| αιτιατική | το | κινητό | τα | κινητά |
| κλητική | κινητό | κινητά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

η εξέλιξη της τεχνολογίας των κινητών
Ετυμολογία 1
- κινητό < κινητό τηλέφωνο με έλλειψη της λέξης τηλέφωνο
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- κινητό: κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.