Πάσχα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Πάσχα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Πάσχα < αραμαϊκή פסחא (pasḥā) < εβραϊκή פסח (pésaḥ, πέρασμα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.sxa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πά‐σχα
Κύριο όνομα
Πάσχα ουδέτερο άκλιτο
- (θρησκεία, ιουδαϊσμός) γιορτή κατά την οποία οι Ιουδαίοι θυμούνται την έξοδο από τη σκλαβιά στην αρχαία Αίγυπτο
- (θρησκεία, χριστιανισμός) γιορτή κατά την οποία οι Χριστιανοί τιμούν την Ανάσταση του Ιησού Χριστού
- ≈ συνώνυμα: Ανάσταση, Λαμπρή, Πασχαλιά
- ※ Φέτος το Πάσχα των Ορθοδόξων θα εορτασθεί την ερχόμενη Κυριακή 12 Απριλίου, ενώ των Καθολικών εορτάσθηκε την περασμένη Κυριακή 5 Απριλίου. Ήταν μια ακόμη χρονιά που τα δύο Πάσχα, όπως είναι και το πιο συνηθισμένο, δεν συνέπεσαν. Πέρυσι, είχαν συμπέσει, ενώ αυτό θα ξανασυμβεί το 2017. Για ποιον λόγο, όμως, η ημερομηνία του Πάσχα μετακινείται μέσα στον χρόνο και ποια είναι η σχέση ανάμεσα στους αστρονομικούς υπολογισμούς και στον καθορισμό της ημερομηνίας του, από τις χριστιανικές εκκλησίες; (εφ. Το Βήμα, 06.04.2015)
Συγγενικά
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
-
Πάσχα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πάσχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.