κινητής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κινητής < κινέω
Ουσιαστικό
κινητής αρσενικό
- ο στασιαστής, ο υποκινητής, ο κινῶν καταστάσεις
- αυτός που επινοεί, εφευρίσκει, ο συγγραφέας
Σύνθετα
- ὑποκινητής (μεταγενέστερο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.