κινητής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κινητής < κινέω

Ουσιαστικό

κινητής αρσενικό

  1. ο στασιαστής, ο υποκινητής, ο κινῶν καταστάσεις
  2. αυτός που επινοεί, εφευρίσκει, ο συγγραφέας

Συγγενικά

Σύνθετα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κινητής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.