κέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κέφαλος | οι | κέφαλοι |
| γενική | του | κέφαλου & κεφάλου |
των | κέφαλων & κεφάλων |
| αιτιατική | τον | κέφαλο | τους | κέφαλους & κεφάλους |
| κλητική | κέφαλε | κέφαλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
