μαγνητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαγνητικός | η | μαγνητική | το | μαγνητικό |
| γενική | του | μαγνητικού | της | μαγνητικής | του | μαγνητικού |
| αιτιατική | τον | μαγνητικό | τη | μαγνητική | το | μαγνητικό |
| κλητική | μαγνητικέ | μαγνητική | μαγνητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαγνητικοί | οι | μαγνητικές | τα | μαγνητικά |
| γενική | των | μαγνητικών | των | μαγνητικών | των | μαγνητικών |
| αιτιατική | τους | μαγνητικούς | τις | μαγνητικές | τα | μαγνητικά |
| κλητική | μαγνητικοί | μαγνητικές | μαγνητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαγνητικός < μαγνήτ(ης) + -ικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική magnétique < αρχαία ελληνική μαγνήτης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.ɣni.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γνη‐τι‐κός
Επίθετο
μαγνητικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στους μαγνήτες και τον μαγνητισμό
- ↪ οι μαγνητικές ιδιότητες του σιδήρου
- ↪ το μαγνητικό πεδίο και οι μαγνητικοί πόλοι της γης
- που λειτουργεί χρησιμοποιώντας μαγνήτες
- ↪ μαγνητικός τομογράφος
- (μεταφορικά) που προσελκύει, τραβάει γοητεύοντας
- ↪ η μουσική αυτή σύνθεση ασκεί μαγνητική επιρροή στον ακροατή
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μαγνητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.