δεδομένο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεδομένο τα δεδομένα
      γενική του δεδομένου των δεδομένων
    αιτιατική το δεδομένο τα δεδομένα
     κλητική δεδομένο δεδομένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεδομένο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής δεδομένος

Προφορά

ΔΦΑ : /ðe.ðoˈme.no/

Ουσιαστικό

δεδομένο ουδέτερο

  1. ένα γεγονός ή στοιχείο (αριθμητικό, στατιστικό κλπ) που είναι ήδη γνωστό και του οποίου η αλήθεια δεν αμφισβητείται
  2. ένα στοιχείο που είναι ήδη γνωστό και χρησιμεύει στη λύση ενός προβλήματος ή την εξαγωγή κάποιου συμπεράσματος
    τα δεδομένα σε αυτήν την περίπτωση είναι ελλιπή και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα
  3. (πληροφορική) (συνήθως στον πληθυντικό) στοιχείο ή πληροφορία, συνήθως με μορφή δυαδικών αριθμών που δύναται να υποστεί επεξεργασία από κάποια ηλεκτρονική συσκευή (όπως π.χ. ηλεκτρονικό υπολογιστή, τηλέτυπο κλπ.), να αποθηκευθεί σε διάφορα φυσικά μέσα (π.χ. σε σκληρό ή οπτικό δίσκο, χαρτί, μαγνητική ταινία κλπ.) ή να μεταφερθεί υπό τη μορφή σήματος μέσω κάποιου κατάλληλου μέσου μεταφοράς
      Οι ψηφιακές φωτογραφικές εικόνες είναι το αποτέλεσμα της εικονοποίησης δυαδικών δεδομένων που περιγράφουν διακυμάνσεις φωτεινότητας (χρωμάτων) σε ένα καθορισμένο ορθογωνικό πλέγμα [1]

Σύνθετα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος μετοχής

δεδομένο

Αναφορές

  1. Κολοκυθάς, Κωνσταντίνος (2015), Ψηφιακά Μέσα στις Οπτικοακουστικές Τέχνες, Κεφάλαιο 1 (Εικόνα 1.3.1.), σελ. 9, από repository.kallipos.gr. Προσπέλαση 2020-07-06.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.