αρχηγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχηγός | οι | αρχηγοί |
| γενική | του | αρχηγού | των | αρχηγών |
| αιτιατική | τον | αρχηγό | τους | αρχηγούς |
| κλητική | αρχηγέ | αρχηγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχηγός < αρχαία ελληνική ἀρχηγός < ἄρχω + -ηγός
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.çiˈɣos/
Ουσιαστικό
αρχηγός αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & αρχηγίνα)
Συγγενικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.