πολυκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυκέφαλος | η | πολυκέφαλη | το | πολυκέφαλο |
| γενική | του | πολυκέφαλου | της | πολυκέφαλης | του | πολυκέφαλου |
| αιτιατική | τον | πολυκέφαλο | την | πολυκέφαλη | το | πολυκέφαλο |
| κλητική | πολυκέφαλε | πολυκέφαλη | πολυκέφαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυκέφαλοι | οι | πολυκέφαλες | τα | πολυκέφαλα |
| γενική | των | πολυκέφαλων | των | πολυκέφαλων | των | πολυκέφαλων |
| αιτιατική | τους | πολυκέφαλους | τις | πολυκέφαλες | τα | πολυκέφαλα |
| κλητική | πολυκέφαλοι | πολυκέφαλες | πολυκέφαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυκέφαλος < αρχαία ελληνική
Επίθετο
πολυκέφαλος, -η, -ο
- που έχει πολλά κεφάλια
- πολυκέφαλο τέρας
- (μεταφορικά) που έχει πολλούς διευθύνοντες
- πολυκέφαλο κόμμα
Μεταφράσεις
πολυκέφαλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.