κούρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κούρος οι κούροι
      γενική του κούρου των κούρων
    αιτιατική τον κούρο τους κούρους
     κλητική κούρε κούροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κούρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κούρος αρσενικό

  • (αρχαιολογία) μαρμάρινα αγάλματα μεγάλων διαστάσεων ανδρικής μορφής, τα οποία κατασκευαζόταν στην Αρχαία Ελλάδα μετά τη μέση αρχαϊκή περίοδο 580 π.Χ. μέχρι το 480 π.Χ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.