κυνοκέφαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυνοκέφαλος οι κυνοκέφαλοι
      γενική του κυνοκέφαλου
& κυνοκεφάλου
των κυνοκέφαλων
& κυνοκεφάλων
    αιτιατική τον κυνοκέφαλο τους κυνοκέφαλους
& κυνοκεφάλους
     κλητική κυνοκέφαλε κυνοκέφαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνοκέφαλος < αρχαία ελληνική κυνοκέφαλος < κύων + κεφαλή

Ουσιαστικό

κυνοκέφαλος αρσενικό

  1. αυτός που το κεφάλι του μοιάζει με σκύλου
  2. αυτός που έχει κεφάλι σκύλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.