Κεφαλή

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.faˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κεφαλή

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κεφαλή
      γενική της Κεφαλής
    αιτιατική την Κεφαλή
     κλητική Κεφαλή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κεφαλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κεφαλή

Κύριο όνομα

Κεφαλή θηλυκό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Κεφαλή < γενική του Κεφαλής

Κύριο όνομα

Κεφαλή θηλυκό

Μεταγραφές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κεφαλή αἱ Κεφαλαί
      γενική τῆς Κεφαλῆς τῶν Κεφαλῶν
      δοτική τῇ Κεφαλ ταῖς Κεφαλαῖς
    αιτιατική τὴν Κεφαλήν τὰς Κεφαλᾱ́ς
     κλητική ! Κεφαλή Κεφαλαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κεφαλᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  Κεφαλαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κεφαλή < κεφαλή

Κύριο όνομα

Κεφαλή θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. δήμος των Αθηνών

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.