τριβή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τριβή | οι | τριβές |
| γενική | της | τριβής | των | τριβών |
| αιτιατική | την | τριβή | τις | τριβές |
| κλητική | τριβή | τριβές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τριβή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριβή < τρίβω
Ουσιαστικό
τριβή θηλυκό
- (φυσική, μηχανολογία) η αντίσταση στη κίνηση ενός σώματος πάνω σε μια επιφάνεια, ή μέσα σ΄ ένα ρευστό μέσον
- ↪ Η τριβή ως δύναμη έχει αντίθετη φορά της κίνησης και συμβολίζεται με το γράμμα Τ. Διακρίνεται σε στατική τριβή, τριβή ολίσθησης και τριβή κύλισης.
- ↪ βασικότερο στοιχείο της τριβής είναι ο συντελεστής τριβής
- η φθορά που παρατηρείται από την παραπάνω αντίσταση
- (μεταφορικά) η απόκτηση εμπειρίας πάνω σε ένα θέμα ή δραστηριότητα
-
τριβή στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τριβή | αἱ | τριβαί |
| γενική | τῆς | τριβῆς | τῶν | τριβῶν |
| δοτική | τῇ | τριβῇ | ταῖς | τριβαῖς |
| αιτιατική | τὴν | τριβήν | τὰς | τριβᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | τριβή | τριβαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριβᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τριβαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- τριβή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τριβή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.