τριβή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριβή οι τριβές
      γενική της τριβής των τριβών
    αιτιατική την τριβή τις τριβές
     κλητική τριβή τριβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριβή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριβή < τρίβω

Ουσιαστικό

τριβή θηλυκό

  1. (φυσική, μηχανολογία) η αντίσταση στη κίνηση ενός σώματος πάνω σε μια επιφάνεια, ή μέσα σ΄ ένα ρευστό μέσον
    Η τριβή ως δύναμη έχει αντίθετη φορά της κίνησης και συμβολίζεται με το γράμμα Τ. Διακρίνεται σε στατική τριβή, τριβή ολίσθησης και τριβή κύλισης.
    βασικότερο στοιχείο της τριβής είναι ο συντελεστής τριβής
  2. η φθορά που παρατηρείται από την παραπάνω αντίσταση
  3. (μεταφορικά) η απόκτηση εμπειρίας πάνω σε ένα θέμα ή δραστηριότητα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τριβή αἱ τριβαί
      γενική τῆς τριβῆς τῶν τριβῶν
      δοτική τῇ τριβ ταῖς τριβαῖς
    αιτιατική τὴν τριβήν τὰς τριβᾱ́ς
     κλητική ! τριβή τριβαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριβᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  τριβαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.