lightning
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- (μετεωρολογία) η αστραπή, ο κεραυνός, η ξαφνική λάμψη του περιβάλλοντος που εμφανίζεται και το υπερβολικά φωτεινό φαινόμενο που εμφανίζεται ακριβώς στο σημείο της ηλεκτρικής εκκένωσης
- ↪ Lightning is created between oppositely charged clouds.
- Η αστραπή δημιουργείται ανάμεσα σε σύννεφα αντίθετα φορτισμένα.
- ↪ He was struck by lightning.
- Χτυπήθηκε από κεραυνό.
- ↪ Lightning is created between oppositely charged clouds.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.