lightning

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

lightning < light(e)n + -ing

Ουσιαστικό

lightning (en) (μη μετρήσιμο)

  • (μετεωρολογία) η αστραπή, ο κεραυνός, η ξαφνική λάμψη του περιβάλλοντος που εμφανίζεται και το υπερβολικά φωτεινό φαινόμενο που εμφανίζεται ακριβώς στο σημείο της ηλεκτρικής εκκένωσης
    Lightning is created between oppositely charged clouds.
    Η αστραπή δημιουργείται ανάμεσα σε σύννεφα αντίθετα φορτισμένα.
    He was struck by lightning.
    Χτυπήθηκε από κεραυνό.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.