κεραυνοβόληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κεραυνοβόληση | οι | κεραυνοβολήσεις |
| γενική | της | κεραυνοβόλησης* | των | κεραυνοβολήσεων |
| αιτιατική | την | κεραυνοβόληση | τις | κεραυνοβολήσεις |
| κλητική | κεραυνοβόληση | κεραυνοβολήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κεραυνοβολήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεραυνοβόληση < κεραυνοβολώ + -ση
Μεταφράσεις
κεραυνοβόληση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.