κεραυνώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κεραυνώνω < αρχαία ελληνική κεραυνόω < κεραυνός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.ɾavˈno.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ραυ‐νώ‐νω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κεραυνώνω | κεραύνωνα | θα κεραυνώνω | να κεραυνώνω | κεραυνώνοντας | |
| β' ενικ. | κεραυνώνεις | κεραύνωνες | θα κεραυνώνεις | να κεραυνώνεις | κεραύνωνε | |
| γ' ενικ. | κεραυνώνει | κεραύνωνε | θα κεραυνώνει | να κεραυνώνει | ||
| α' πληθ. | κεραυνώνουμε | κεραυνώναμε | θα κεραυνώνουμε | να κεραυνώνουμε | ||
| β' πληθ. | κεραυνώνετε | κεραυνώνατε | θα κεραυνώνετε | να κεραυνώνετε | κεραυνώνετε | |
| γ' πληθ. | κεραυνώνουν(ε) | κεραύνωναν κεραυνώναν(ε) |
θα κεραυνώνουν(ε) | να κεραυνώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κεραύνωσα | θα κεραυνώσω | να κεραυνώσω | κεραυνώσει | ||
| β' ενικ. | κεραύνωσες | θα κεραυνώσεις | να κεραυνώσεις | κεραύνωσε | ||
| γ' ενικ. | κεραύνωσε | θα κεραυνώσει | να κεραυνώσει | |||
| α' πληθ. | κεραυνώσαμε | θα κεραυνώσουμε | να κεραυνώσουμε | |||
| β' πληθ. | κεραυνώσατε | θα κεραυνώσετε | να κεραυνώσετε | κεραυνώστε | ||
| γ' πληθ. | κεραύνωσαν κεραυνώσαν(ε) |
θα κεραυνώσουν(ε) | να κεραυνώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κεραυνώσει | είχα κεραυνώσει | θα έχω κεραυνώσει | να έχω κεραυνώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κεραυνώσει | είχες κεραυνώσει | θα έχεις κεραυνώσει | να έχεις κεραυνώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κεραυνώσει | είχε κεραυνώσει | θα έχει κεραυνώσει | να έχει κεραυνώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κεραυνώσει | είχαμε κεραυνώσει | θα έχουμε κεραυνώσει | να έχουμε κεραυνώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κεραυνώσει | είχατε κεραυνώσει | θα έχετε κεραυνώσει | να έχετε κεραυνώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κεραυνώσει | είχαν κεραυνώσει | θα έχουν κεραυνώσει | να έχουν κεραυνώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κεραυνώνομαι | κεραυνωνόμουν(α) | θα κεραυνώνομαι | να κεραυνώνομαι | ||
| β' ενικ. | κεραυνώνεσαι | κεραυνωνόσουν(α) | θα κεραυνώνεσαι | να κεραυνώνεσαι | (κεραυνώνου) | |
| γ' ενικ. | κεραυνώνεται | κεραυνωνόταν(ε) | θα κεραυνώνεται | να κεραυνώνεται | ||
| α' πληθ. | κεραυνωνόμαστε | κεραυνωνόμαστε κεραυνωνόμασταν |
θα κεραυνωνόμαστε | να κεραυνωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | κεραυνώνεστε | κεραυνωνόσαστε κεραυνωνόσασταν |
θα κεραυνώνεστε | να κεραυνώνεστε | (κεραυνώνεστε) | |
| γ' πληθ. | κεραυνώνονται | κεραυνώνονταν κεραυνωνόντουσαν |
θα κεραυνώνονται | να κεραυνώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κεραυνώθηκα | θα κεραυνωθώ | να κεραυνωθώ | κεραυνωθεί | ||
| β' ενικ. | κεραυνώθηκες | θα κεραυνωθείς | να κεραυνωθείς | κεραυνώσου | ||
| γ' ενικ. | κεραυνώθηκε | θα κεραυνωθεί | να κεραυνωθεί | |||
| α' πληθ. | κεραυνωθήκαμε | θα κεραυνωθούμε | να κεραυνωθούμε | |||
| β' πληθ. | κεραυνωθήκατε | θα κεραυνωθείτε | να κεραυνωθείτε | κεραυνωθείτε | ||
| γ' πληθ. | κεραυνώθηκαν κεραυνωθήκαν(ε) |
θα κεραυνωθούν(ε) | να κεραυνωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κεραυνωθεί | είχα κεραυνωθεί | θα έχω κεραυνωθεί | να έχω κεραυνωθεί | κεραυνωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κεραυνωθεί | είχες κεραυνωθεί | θα έχεις κεραυνωθεί | να έχεις κεραυνωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κεραυνωθεί | είχε κεραυνωθεί | θα έχει κεραυνωθεί | να έχει κεραυνωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κεραυνωθεί | είχαμε κεραυνωθεί | θα έχουμε κεραυνωθεί | να έχουμε κεραυνωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κεραυνωθεί | είχατε κεραυνωθεί | θα έχετε κεραυνωθεί | να έχετε κεραυνωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κεραυνωθεί | είχαν κεραυνωθεί | θα έχουν κεραυνωθεί | να έχουν κεραυνωθεί | ||
Μεταφράσεις
κεραυνώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.