Δίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δίας οι Δίες
      γενική του Δία
& Διός
    αιτιατική τον Δία τους Δίες
     κλητική Δία Δίες
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δίας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ζεύς από την αιτιατική ενικού «τὸν Δία»
Ο θεός Δίας, αναπαραγωγή αρχαίου αγάλματος.
Μουσείο Ερμιτάζ.
Ο πλανήτης Δίας.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δίας

Κύριο όνομα

Δίας αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) ο Ζευς, θεός της ελληνορωμαϊκής μυθολογίας, ο πρώτος ανάμεσα στους θεούς του Ολύμπου
    Μα το Δία!
      Δίες, Κρόνοι και Τάνταλοι του ελληνικού ποδοσφαίρου... (, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26.04.2018)
     συνώνυμα: Ζευς
    για τη ρωμαϊκή μυθολογία  δείτε Iuppiter (Juppiter)
  2. (αστρονομία) ο πέμπτος κατά σειρά από τον Ήλιο και πρώτος σε μέγεθος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.