απροσδόκητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απροσδόκητα < απροσδόκητ(ος) +

Επίρρημα

απροσδόκητα

  1. ανέλπιστα
  2. ξαφνικά
      Στην Κατοχή αρρώστησε η μάνα μας και τη χάσαμε απροσδόκητα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

απροσδόκητα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.