θρυμματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θρυμματίζω < (θρύμμα) θρυμματ- + -ίζω

Ρήμα

θρυμματίζω, αόρ.: θρυμμάτισα, παθ.φωνή: θρυμματίζομαι, π.αόρ.: θρυμματίστηκα, μτχ.π.π.: θρυμματισμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.