αστροπελέκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστροπελέκι τα αστροπελέκια
      γενική του (αστροπελεκιού) των (αστροπελεκιών)
    αιτιατική το αστροπελέκι τα αστροπελέκια
     κλητική αστροπελέκι αστροπελέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστροπελέκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀστροπελέκι (< ἀστραποπελέκι με απλολογία ἀστραπο- > ἀστρο- ή με παρετυμολογία προς το ἀστρο-)[1] < ἀστραπή + πελέκι ( δείτε τη λέξη πέλεκυς)

Ουσιαστικό

αστροπελέκι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) κεραυνός
  2. (σκωπτικό, μειωτικό, ευφημισμός) αργόστροφος

  • αστραπελέκι (σπάνιο)[2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αστροπελέκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μένος Φιλήντας, Γλωσσογνωσία και γλωσσογραφία ελληνική, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκδοτική Εταιρεία «Αθηνά» Α.Ι. Ράλλη, περ. 1926), pdf σ.86
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.