εκκένωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκκένωση | οι | εκκενώσεις |
| γενική | της | εκκένωσης* | των | εκκενώσεων |
| αιτιατική | την | εκκένωση | τις | εκκενώσεις |
| κλητική | εκκένωση | εκκενώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκκενώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκκένωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκκένω(σις) + -ση < ἐκ- + αρχαία ελληνική κένωσις < κενόω / κενῶ < → και δείτε τη λέξη κενός. Συγχρονικά αναλύεται σε εκ- + κένωση.
- για τη φυσική < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική discharge [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈce.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κέ‐νω‐ση
Ουσιαστικό
εκκένωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκκενώνω
- (λόγιο) το άδειασμα κάποιου χώρου απ’ το περιεχόμενό του
- η απομάκρυνση κάποιων ατόμων από έναν χώρο (για στρατιωτικούς ή άλλους λόγους)
- (φυσική) η απότομη μεταφορά ηλεκτρικών φορτίων σε άλλο αγωγό ή σώμα
Μεταφράσεις
η διαδικασία του εκκενώνω
(επιπλέον σημασίες)
|
Αναφορές
- εκκένωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.