κεραυνοβολώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κεραυνοβολώ < αρχαία ελληνική κεραυνοβολέω / κεραυνοβολῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική foudroyer)

Ρήμα

κεραυνοβολώ (παθητική φωνή: κεραυνοβολούμαι)

  1. (για κεραυνό) χτυπώ και (κατ’ επέκταση) σκοτώνω
  2. (μεταφορικά) εκπλήσσω δυσάρεστα
  3. (μεταφορικά) δρω ακαριαία και αποτελεσματικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.