κεραυνοβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κεραυνοβολώ < αρχαία ελληνική κεραυνοβολέω / κεραυνοβολῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική foudroyer)
Ρήμα
κεραυνοβολώ (παθητική φωνή: κεραυνοβολούμαι)
- (για κεραυνό) χτυπώ και (κατ’ επέκταση) σκοτώνω
- (μεταφορικά) εκπλήσσω δυσάρεστα
- (μεταφορικά) δρω ακαριαία και αποτελεσματικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.