βροντή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βροντή | οι | βροντές |
| γενική | της | βροντής | των | βροντών |
| αιτιατική | τη | βροντή | τις | βροντές |
| κλητική | βροντή | βροντές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βροντή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντή < βρέμω
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾonˈdi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐ντή
Ουσιαστικό
βροντή θηλυκό
- (μετεωρολογία) δυνατός κι εξακολουθητικός κρότος που ακούγεται μετά από την εμφάνιση μιας αστραπής
- ※ Βροντές μακρινές ακούστηκαν· μύρισε ο αγέρας βροχή. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- οποιοσδήποτε δυνατός κρότος ή θόρυβος
Συνώνυμα
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
βροντ-
βροντ-
- βροντο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντο- στο Βικιλεξικό
και
- αβρόντητος
- αντιβροντάω / αντιβροντώ
- αντίβροντο
- απόβροντα (επίρρημα)
- αποβρόντητος
- αβρόντηχτος
- απόβροντο
- αργοβροντώ
- ασημοβροντώ
- ασπροβροντή
- αστραποβροντάει
- αστραποβρόντητα (επίρρημα)
- αστραποβρόντητος
- αστραποβρόντι
- αστραπόβροντο
- αστραποβροντώ
- βαθύβροντος
- βαρύβροντο
- βαρύβροντος
- βαρυβροντώ
- βρονταίος
- βρονταλίδα
- βρονταλίζω
- βροντάρα
- βρονταράς
- βρονταριό
- βροντάω / βροντώ, βροντάομαι / βροντιέμαι
- βροντείο
- βροντερά (επίρρημα)
- βροντερόηχος
- βροντερός
- βρόντηγμα
- βροντηγμός
- βρόντημα
- βροντηχτός
- βρόντισμα
- βροντισμός
- βροντιστά (επίρρημα)
- βρόντος
- βροντώδης
- βροντωδώς
- βροντωμένος
- γλυκόβροντος
- εμβροντησία
- εμβρόντητος
- καπνοβρόντι
- καταβροντώ
- κλοτσοβροντάω / κλοτσοβροντώ
- κουφοβροντάω / κουφοβροντώ
- κουφόβροντος
- κτυποβροντώ
- κυματόβροντα (επίρρημα)
- κυματόβροντος
- λαφρόβροντος
- μαγιόβροντο
- μονοβροντώ
- ξαναβροντώ
- ολοβροντώ
- ομοβροντία
- ποδοβρόντι
- πρωτοβροντώ
- σαχλοβροντώ
- σηκοβροντιέμαι
- σύμβροντο
- συχνοβροντώ
- χαλκόβροντος
- χαμοβροντή
- χτυποβροντάω
- χτυποβρόντημα
Μεταφράσεις
Πηγές
- βροντή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βροντ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βροντή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντή < βρέμω
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
βροντ-
βροντ-
- βροντο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντο- στο Βικιλεξικό
και
- ἀβροντιστί
- ἀμφίβροντος
- ἀποβροντίζομαι
- ἀστραποβρόντισμα
- ἀστραπόβροντο
- ἀστραποβροντῶ
- αὐτόβροντος
- βρονταῖος
- βροντηδόν
- βροντήεις
- βρόντημα
- βροντησικέραυνος
- βροντήσιον
- βροντήσινος
- βροντιαῖος
- βροντιαίως
- βροντίζω
- βροντητικῶς
- βρόντησις
- βροντισμός
- βροντιστός
- βροντοειδής
- βροντοειδῶς
- βροντῶ
- ἐκβροντάομαι
- ἐμβρόντημα
- ἐμβρόντησις
- ἐμβροντήτως
- ἐκβρόντητος
- ἐμβροντίζω, ἐμβροντίζομαι
- ἐμβρόντιστος
- ἔμβροντος
- ἐπιβροντάω
- ἐπιβρόντησις
- ἐσωβροντῶ
- θεοβρόντητος
- καταβρόντησις
- κουφοβροντῶ
- μεγαλοβροντέω
- μεταβροντῶ
- οὐρανόβροντος
- παραβροντισμένος
- περιβροντάομαι
- πνευματοβρόντητος
Πηγές
- βροντή - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.196, Τόμος 2 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βροντή | αἱ | βρονταί |
| γενική | τῆς | βροντῆς | τῶν | βροντῶν |
| δοτική | τῇ | βροντῇ | ταῖς | βρονταῖς |
| αιτιατική | τὴν | βροντήν | τὰς | βροντᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | βροντή | βρονταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βροντᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βρονταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βροντή < *βρομ-τή, μεταπτωτική βαθμίδα του ρήματος βρέμω [1]
Ουσιαστικό
βροντή θηλυκό
- (μετεωρολογία) η βροντή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 199
- Διὸς μεγάλοιο κεραυνὸν δεινήν τε βροντήν
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Διὸς μεγάλοιο κεραυνὸν δεινήν τε βροντήν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 199
- (μεταφορικά) μεγάλη έκπληξη, κατάπληξη
- βροντά
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
βροντ-
βροντ-
βροντ- → δείτε και τη λέξη βρέμω
- βροντο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντο- στο Βικιλεξικό
και
- αἰολοβρόντης
- ἀναβροντάω
- ἀντιβροντάω
- ἀστροβρόντης
- βρονταῖος
- βροντάω
- βροντάζω
- βροντεῖον
- βρόντημα
- Βρόντης
- βροντησικέραυνος
- βροντήσιος
- βροντητικός
- βροντώδης
- ἐκβροντάω
- ἐλασιβρόντας
- ἐλασίβροντος
- ἐμβρονταῖος
- ἐμβροντάομαι
- ἐμβροντάω
- ἐμβροντησία
- ἐμβρόντητος
- ἐπιβροντάω
- ἐπιβρόντητος
- φριξωποβρόνταξ
- καρτεροβρόντης
- καταβροντάω
- κεραυνοβρόντης
- περιβροντάομαι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βροντή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βροντή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.