αναστατώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναστατώνω < ἀναστατώνω και (μεσαιωνικό) ἀναστατῶ και ἀνασταίνω (σηκώνω όρθιο) οπότε και διαχωρίσθηκαν νοηματικά οι οικογένειες όσων λέξεων συγγένευαν εννοιολογικά με την ανάσταση(σηκώνω + στατώ) και σε όσες συγγένευαν με την αναστάτωση (ανακατεύω) και το ἀναστατόω < αρχαία ελληνική ἀναστατέω-ἀναστατῶ (καταστρέφω, ξεσπιτώνω, αναγκάζω κάποιον να ξεσηκωθεί από το σπίτι του)< ἀνίστημι και ἀνίσταμαι < ἄνω + ἵστημι
Ρήμα
αναστατώνω (παθητική φωνή: αναστατώνομαι)
- (άψυχα) διασαλεύω σημαντικά την τάξη, ανακατεύω αντικείμενα, φέρνω τα πάνω-κάτω, προκαλώ ακαταστασία
- οι διαρρήκτες αναστάτωσαν το σπίτι, αλλά δε βρήκαν τίποτα
- για ζωντανά πλάσματα, διαταράσσω τη ζωή τους, προκαλώ αναστάτωση, τα ταράζω
- η χρεωκοπία αναστάτωσε τη ζωή όλης της Ελλάδας
- ξεσηκώνω συναισθηματικά, ερωτικά ή και σεξουαλικά
- αυτός ο άνδρας/γυναίκα με αναστατώνει
Συγγενικά
|
της ίδιας έννοιας
|
τύποι που διαχωρίσθηκαν εννοιολογικά
|
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναστατώνω | αναστάτωνα | θα αναστατώνω | να αναστατώνω | αναστατώνοντας | |
| β' ενικ. | αναστατώνεις | αναστάτωνες | θα αναστατώνεις | να αναστατώνεις | αναστάτωνε | |
| γ' ενικ. | αναστατώνει | αναστάτωνε | θα αναστατώνει | να αναστατώνει | ||
| α' πληθ. | αναστατώνουμε | αναστατώναμε | θα αναστατώνουμε | να αναστατώνουμε | ||
| β' πληθ. | αναστατώνετε | αναστατώνατε | θα αναστατώνετε | να αναστατώνετε | αναστατώνετε | |
| γ' πληθ. | αναστατώνουν(ε) | αναστάτωναν αναστατώναν(ε) |
θα αναστατώνουν(ε) | να αναστατώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναστάτωσα | θα αναστατώσω | να αναστατώσω | αναστατώσει | ||
| β' ενικ. | αναστάτωσες | θα αναστατώσεις | να αναστατώσεις | αναστάτωσε | ||
| γ' ενικ. | αναστάτωσε | θα αναστατώσει | να αναστατώσει | |||
| α' πληθ. | αναστατώσαμε | θα αναστατώσουμε | να αναστατώσουμε | |||
| β' πληθ. | αναστατώσατε | θα αναστατώσετε | να αναστατώσετε | αναστατώστε | ||
| γ' πληθ. | αναστάτωσαν αναστατώσαν(ε) |
θα αναστατώσουν(ε) | να αναστατώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναστατώσει | είχα αναστατώσει | θα έχω αναστατώσει | να έχω αναστατώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναστατώσει | είχες αναστατώσει | θα έχεις αναστατώσει | να έχεις αναστατώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναστατώσει | είχε αναστατώσει | θα έχει αναστατώσει | να έχει αναστατώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναστατώσει | είχαμε αναστατώσει | θα έχουμε αναστατώσει | να έχουμε αναστατώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναστατώσει | είχατε αναστατώσει | θα έχετε αναστατώσει | να έχετε αναστατώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναστατώσει | είχαν αναστατώσει | θα έχουν αναστατώσει | να έχουν αναστατώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.