κατώφλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατώφλι | τα | κατώφλια |
| γενική | του | κατωφλιού | των | κατωφλιών |
| αιτιατική | το | κατώφλι | τα | κατώφλια |
| κλητική | κατώφλι | κατώφλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατώφλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατώφλιν < κατώφλιον < αρχαία ελληνική κάτω, κατώ- + φλι(ά) (παραστάδα πόρτας) + -ον
- για τη μεταφορική σημασία: σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Schwelle [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈto.fli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τώ‐φλι
Ουσιαστικό
κατώφλι ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) ξύλινη ή πέτρινη πλάκα που ενώνει, στο κάτω μέρος, τις κατακόρυφες πλευρές της πόρτα
- ↪ Δεν έχω διαβεί ποτέ το κατώφλι του.
- ≈ συνώνυμα: τσερτσεβές (ιδιωματικό)
- (κατ’ επέκταση) ο γύρω από την είσοδο χώρος
- (μεταφορικά) το σημείο που αρχίζει κάτι
- ↪ το κατώφλι του θανάτου
- ↪ το κατώφλι του γήρατος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κατώφλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.