υπό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπό
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po/ προφέρεται άτονο με τόνο στην επόμενη λέξη, εκτός από περιπτώσεις έμφασης
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό
Πρόθεση
υπό
- (λόγιο) συνήθως σε εκφράσεις:
- (+ αιτιατική)
- (+ γενική, παρωχημένο για να δηλωθεί το πρόσωπο που ενεργεί σε παθητική σύνταξη (ποιητικό αίτιο)
- ↪ Υπόμνημα, συνταχθέν υπό του τάδε
Εκφράσεις
- υπ' ατμόν
- υπό αίρεσιν
- υπό μορφήν
- υπό σκιάν
- υπό το μηδέν
- υπό κλίμακα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
- υπο- & οι μορφές του Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υπο- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.