χαμηλά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαμηλά < χαμηλ(ός) +

Επίρρημα

χαμηλά, συγκριτικός: χαμηλότερα, υπερθετικός:  χαμηλότατα (τοπικό επίρρημα)

  1. σε μικρό υψόμετρο
  2. (μεταφορικά) για κάποιον που χάνει το ήθος του, την αξιοπρέπειά του ή την κοινωνική του θέση

Ουσιαστικό

χαμηλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (γεωγραφία) ζώνη μικρού υψομέτρου
  2. (μετεωρολογία) ζώνη μικρής βαρομετρικής πίεσης

Εκφράσεις

  • απ' τα ψηλά στα χαμηλά κι απ' τα πολλά στα λίγα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χαμηλά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.