τελικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
τελικά
<
τελικός
+
-ά
Επίρρημα
τελικά
στο
τέλος
≠
αντώνυμα
:
αρχικά
τελειωτικά
,
οριστικά
Μεταφράσεις
τελικά
αγγλικά
:
eventually
(en)
,
finally
(en)
,
after all
(en)
γαλλικά
:
finalement
(fr)
, à la
fin
(fr)
εσθονικά
:
viimaks
(et)
ιταλικά
:
infine
(it)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τελικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
τελικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.