κάτωθεν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάτωθεν < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κάτωθεν < αρχαία ελληνική κάτωθεν (κάτω + -θεν)

Επίρρημα

κάτωθεν (τοπικό)

  1. κάτω, από κάτω
  2. πιο κάτω, παρακάτω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.