κατώτατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατώτατος η κατώτατη το κατώτατο
      γενική του κατώτατου της κατώτατης του κατώτατου
    αιτιατική τον κατώτατο την κατώτατη το κατώτατο
     κλητική κατώτατε κατώτατη κατώτατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατώτατοι οι κατώτατες τα κατώτατα
      γενική των κατώτατων των κατώτατων των κατώτατων
    αιτιατική τους κατώτατους τις κατώτατες τα κατώτατα
     κλητική κατώτατοι κατώτατες κατώτατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατώτατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατώτατος < κάτω [1] Συγκρίνετε με το κατώτερος.

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈto.ta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατώτατος

Επίθετο

κατώτατος, -η, -ο

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • κατωτάτου επιπέδου (τονισμός όπως στην καθαρεύουσα, σύμφωνα με την αρχαία κλίση)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κάτω

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κατώτατος κατωτάτη τὸ κατώτατον
      γενική τοῦ κατωτάτου τῆς κατωτάτης τοῦ κατωτάτου
      δοτική τῷ κατωτάτ τῇ κατωτάτ τῷ κατωτάτ
    αιτιατική τὸν κατώτατον τὴν κατωτάτην τὸ κατώτατον
     κλητική ! κατώτατε κατωτάτη κατώτατον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κατώτατοι αἱ κατώταται τὰ κατώτατ
      γενική τῶν κατωτάτων τῶν κατωτάτων τῶν κατωτάτων
      δοτική τοῖς κατωτάτοις ταῖς κατωτάταις τοῖς κατωτάτοις
    αιτιατική τοὺς κατωτάτους τὰς κατωτάτᾱς τὰ κατώτατ
     κλητική ! κατώτατοι κατώταται κατώτατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κατωτάτω τὼ κατωτάτ τὼ κατωτάτω
      γεν-δοτ τοῖν κατωτάτοιν τοῖν κατωτάταιν τοῖν κατωτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατώτατος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κατώτατος, -η, -ον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.