υποκύπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποκύπτω < αρχαία ελληνική ὑποκύπτω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική succomber)

Ρήμα

υποκύπτω

  1. υποχωρώ σε (κάποιον/κάτι), ενδίδω
  2. υποτάσσομαι

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.