χαμηλότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαμηλότερος | η | χαμηλότερη | το | χαμηλότερο |
| γενική | του | χαμηλότερου | της | χαμηλότερης | του | χαμηλότερου |
| αιτιατική | τον | χαμηλότερο | τη | χαμηλότερη | το | χαμηλότερο |
| κλητική | χαμηλότερε | χαμηλότερη | χαμηλότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαμηλότεροι | οι | χαμηλότερες | τα | χαμηλότερα |
| γενική | των | χαμηλότερων | των | χαμηλότερων | των | χαμηλότερων |
| αιτιατική | τους | χαμηλότερους | τις | χαμηλότερες | τα | χαμηλότερα |
| κλητική | χαμηλότεροι | χαμηλότερες | χαμηλότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαμηλότερος < συγκριτικός βαθμός του χαμηλός
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.