παρακάτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρακάτω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παρακάτω[1] < παρα- + αρχαία ελληνική κάτω[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈka.to/
ΔΦΑ : /ˈpa.ɾaˌka.to/ με δύο τόνους, για έμφαση

Επίρρημα

παρακάτω

  1. (τοπικό επίρρημα)
    1. πιο κάτω
    2. πιο πέρα, αλλά προς εκεί που θεωρείται πιο κάτω
      έγινε λάθος συνεννόηση και, ενώ περίμενε δυο δρόμους παρακάτω, εγώ κοίταζα στα παραπάνω στενά μήπως τον δω
  2. (χρονικό επίρρημα) σε επόμενη χρονική στιγμή, στη συνέχεια
  3. (ποσοτικό επίρρημα) λιγότερο
    και στα... παρακάτω μαγαζιά να πας δεν πρόκειται να στα πουλήσουν παρακάτω...

Εκφράσεις

  • πάμε παρακάτω: πες μου τι άλλο έχεις να πεις (όταν κάποιος περιφέρει την κουβέντα γύρω από ένα σημείο που, είτε μας έγινε κατανοητό, είτε δε μας ενδιαφέρει)

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

παρακάτω άκλιτο

Επίθετο

παρακάτω άκλιτο

Αναφορές

  1. παρακάτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.