κατωσέντονο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατωσέντονο τα κατωσέντονα
      γενική του κατωσέντονου των κατωσέντονων
    αιτιατική το κατωσέντονο τα κατωσέντονα
     κλητική κατωσέντονο κατωσέντονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατωσέντονο < κατω- + σεντόν(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.toˈsen.do.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατωσέντονο

Ουσιαστικό

κατωσέντονο ουδέτερο

Αντώνυμα

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.