ισχνότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισχνότητα | οι | ισχνότητες |
| γενική | της | ισχνότητας | των | ισχνοτήτων |
| αιτιατική | την | ισχνότητα | τις | ισχνότητες |
| κλητική | ισχνότητα | ισχνότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισχνότητα < ισχνός
Ουσιαστικό
ισχνότητα θηλυκό
- λιποσαρκία, αδυναμία
- ανεπάρκεια, ένδεια
οικονομική ισχνότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.