λιπόσαρκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιπόσαρκος | η | λιπόσαρκη | το | λιπόσαρκο |
| γενική | του | λιπόσαρκου | της | λιπόσαρκης | του | λιπόσαρκου |
| αιτιατική | τον | λιπόσαρκο | τη | λιπόσαρκη | το | λιπόσαρκο |
| κλητική | λιπόσαρκε | λιπόσαρκη | λιπόσαρκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιπόσαρκοι | οι | λιπόσαρκες | τα | λιπόσαρκα |
| γενική | των | λιπόσαρκων | των | λιπόσαρκων | των | λιπόσαρκων |
| αιτιατική | τους | λιπόσαρκους | τις | λιπόσαρκες | τα | λιπόσαρκα |
| κλητική | λιπόσαρκοι | λιπόσαρκες | λιπόσαρκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιπόσαρκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιπόσαρκος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /liˈpo.saɾ.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πό‐σαρ‐κος
Αναφορές
- λιπόσαρκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | λιπόσαρκος | τὸ | λιπόσαρκον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | λιποσάρκου | τοῦ | λιποσάρκου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | λιποσάρκῳ | τῷ | λιποσάρκῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | λιπόσαρκον | τὸ | λιπόσαρκον | ||
| κλητική ὦ! | λιπόσαρκε | λιπόσαρκον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | λιπόσαρκοι | τὰ | λιπόσαρκᾰ | ||
| γενική | τῶν | λιποσάρκων | τῶν | λιποσάρκων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | λιποσάρκοις | τοῖς | λιποσάρκοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | λιποσάρκους | τὰ | λιπόσαρκᾰ | ||
| κλητική ὦ! | λιπόσαρκοι | λιπόσαρκᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιποσάρκω | τὼ | λιποσάρκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λιποσάρκοιν | τοῖν | λιποσάρκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- λιπόσαρκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.