καχεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καχεκτικός | η | καχεκτική | το | καχεκτικό |
| γενική | του | καχεκτικού | της | καχεκτικής | του | καχεκτικού |
| αιτιατική | τον | καχεκτικό | την | καχεκτική | το | καχεκτικό |
| κλητική | καχεκτικέ | καχεκτική | καχεκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καχεκτικοί | οι | καχεκτικές | τα | καχεκτικά |
| γενική | των | καχεκτικών | των | καχεκτικών | των | καχεκτικών |
| αιτιατική | τους | καχεκτικούς | τις | καχεκτικές | τα | καχεκτικά |
| κλητική | καχεκτικοί | καχεκτικές | καχεκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καχεκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καχεκτικός → δείτε τους όρους καχεξία, κακο- και καχ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.çe.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐χε‐κτι‐κός
Επίθετο
καχεκτικός, -ή, -ό
- που δεν αναπτύσσεται κανονικά, παρουσιάζει συμπτώματα καχεξίας, αδυνατίσματος, μαρασμού
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καχεξία
- καχεξής
Πηγές
- καχεκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.