γλίσχρος

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

γλίσχρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλίσχρος (κολλώδης, τσιγκούνης)

Επίθετο

γλίσχρος, -α, -ο (λόγιο)

  1. πενιχρός, ανεπαρκής, λίγος, μικρός
      Τα Ασφαλιστικά Ταμεία κινδυνεύουν να χάσουν 12 δισεκατομμύρια, το 50% της γλίσχρας περιουσίας τους (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 25/10/2011)
  2. μη πολυτελής

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • γλισχρότητα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

γλίσχρος < ρίζα *λιτ- (πβ. (αρχαία ελληνική) λιτός κι το (λατινικά) glittus), συγγενές του ὀλισθαίνω

Επίθετο

γλίσχρος, -α, -ο

  1. ιξώδης, κολλώδης
  2. αυτός που επίμονα προσκολλάται σε κάποιον, φορτικός, οχληρός, κολλιτσίδα
  3. άπληστος, τσιγκούνης, φειδωλός, φιλάργυρος
  4. ολισθηρός, γλιστερός
  5. στρεψόδικος
  6. μηδαμινός

Συγγενικά

ίσως και τα εξής:

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.