γλίσχρος
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- γλίσχρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλίσχρος (κολλώδης, τσιγκούνης)
Επίθετο
γλίσχρος, -α, -ο (λόγιο)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- γλισχρότητα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- γλίσχρος < ρίζα *λιτ- (πβ. (αρχαία ελληνική) λιτός κι το (λατινικά) glittus), συγγενές του ὀλισθαίνω
Επίθετο
γλίσχρος, -α, -ο
- ιξώδης, κολλώδης
- αυτός που επίμονα προσκολλάται σε κάποιον, φορτικός, οχληρός, κολλιτσίδα
- άπληστος, τσιγκούνης, φειδωλός, φιλάργυρος
- ολισθηρός, γλιστερός
- στρεψόδικος
- μηδαμινός
Πηγές
- γλίσχρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γλίσχρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.