παχουλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παχουλός | η | παχουλή | το | παχουλό |
| γενική | του | παχουλού | της | παχουλής | του | παχουλού |
| αιτιατική | τον | παχουλό | την | παχουλή | το | παχουλό |
| κλητική | παχουλέ | παχουλή | παχουλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παχουλοί | οι | παχουλές | τα | παχουλά |
| γενική | των | παχουλών | των | παχουλών | των | παχουλών |
| αιτιατική | τους | παχουλούς | τις | παχουλές | τα | παχουλά |
| κλητική | παχουλοί | παχουλές | παχουλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παχουλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παχυλός με τροπή [i] > [u] [1]
- Κατ' άλλη άποψη[2] (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παχουλός < παχ(ύς) + -ουλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.xuˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χου‐λός
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- παχουλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.