επάρκεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επάρκεια οι επάρκειες
      γενική της επάρκειας των επαρκειών
    αιτιατική την επάρκεια τις επάρκειες
     κλητική επάρκεια επάρκειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επάρκεια < αρχαία ελληνική ἐπάρκεια < ἐπί και ἀρκέω

Ουσιαστικό

επάρκεια θηλυκό

  1. η ικανή ποσότητα αγαθών για κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών, η επαρκής ποσότητα
    επάρκεια τροφίμων, νερού, προμηθειών κ.λπ.
  2. η επαρκής γνώση ενός επιστημονικού ή επαγγελματικού αντικειμένου
    Πρέπει να εξεταστεί η επάρκεια όλων των υποψηφίων για τα προσόντα που απαιτεί η συγκεκριμένη θέση
  3. η επίσημη αναγνώριση (συνήθως κατόπιν εξετάσεων) ότι οι σπουδές κάποιου (στο εξωτερικό ή σε σχολές αμφισβητουμενου κύρους) κρίνονται επαρκείς -ότι αρκουν για να του δοθεί από το ελληνικό κράτος βεβαίωση ότι κατέχει τον επιστημονικό τομέα του στον απαιτούμενο βαθμό.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.