επάρκεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επάρκεια | οι | επάρκειες |
| γενική | της | επάρκειας | των | επαρκειών |
| αιτιατική | την | επάρκεια | τις | επάρκειες |
| κλητική | επάρκεια | επάρκειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επάρκεια < αρχαία ελληνική ἐπάρκεια < ἐπί και ἀρκέω
Ουσιαστικό
επάρκεια θηλυκό
- η ικανή ποσότητα αγαθών για κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών, η επαρκής ποσότητα
- επάρκεια τροφίμων, νερού, προμηθειών κ.λπ.
- η επαρκής γνώση ενός επιστημονικού ή επαγγελματικού αντικειμένου
- Πρέπει να εξεταστεί η επάρκεια όλων των υποψηφίων για τα προσόντα που απαιτεί η συγκεκριμένη θέση
- η επίσημη αναγνώριση (συνήθως κατόπιν εξετάσεων) ότι οι σπουδές κάποιου (στο εξωτερικό ή σε σχολές αμφισβητουμενου κύρους) κρίνονται επαρκείς -ότι αρκουν για να του δοθεί από το ελληνικό κράτος βεβαίωση ότι κατέχει τον επιστημονικό τομέα του στον απαιτούμενο βαθμό.
Μεταφράσεις
επάρκεια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.