εύσωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύσωμος η εύσωμη το εύσωμο
      γενική του εύσωμου της εύσωμης του εύσωμου
    αιτιατική τον εύσωμο την εύσωμη το εύσωμο
     κλητική εύσωμε εύσωμη εύσωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύσωμοι οι εύσωμες τα εύσωμα
      γενική των εύσωμων των εύσωμων των εύσωμων
    αιτιατική τους εύσωμους τις εύσωμες τα εύσωμα
     κλητική εύσωμοι εύσωμες εύσωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εύσωμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὔσωμος (με γερό σώμα) κατά την αρχαία ελληνική εὐσώματος (καλά αναπτυγμένος)[1] < αρχαία ελληνική εὖ + σῶμα. Συγχρονικά αναλύεται σε εύ- + -σωμος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈef.so.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εύσωμος

Επίθετο

εύσωμος, -η, -ο

  1. που έχει μεγαλύτερες απ’ τις συνήθεις σωματικές διαστάσεις, χωρίς όμως να δίνει την εντύπωση υπερβολικά χοντρού ατόμου, συνήθως εξαιτίας του μεγάλου ύψους του
  2. (ευφημιστικά) υπερβολικά χοντρός, παχύσαρκος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.