εύσωμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύσωμος | η | εύσωμη | το | εύσωμο |
| γενική | του | εύσωμου | της | εύσωμης | του | εύσωμου |
| αιτιατική | τον | εύσωμο | την | εύσωμη | το | εύσωμο |
| κλητική | εύσωμε | εύσωμη | εύσωμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύσωμοι | οι | εύσωμες | τα | εύσωμα |
| γενική | των | εύσωμων | των | εύσωμων | των | εύσωμων |
| αιτιατική | τους | εύσωμους | τις | εύσωμες | τα | εύσωμα |
| κλητική | εύσωμοι | εύσωμες | εύσωμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύσωμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὔσωμος (με γερό σώμα) κατά την αρχαία ελληνική εὐσώματος (καλά αναπτυγμένος)[1] < αρχαία ελληνική εὖ + σῶμα. Συγχρονικά αναλύεται σε εύ- + -σωμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈef.so.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐σω‐μος
Επίθετο
εύσωμος, -η, -ο
- που έχει μεγαλύτερες απ’ τις συνήθεις σωματικές διαστάσεις, χωρίς όμως να δίνει την εντύπωση υπερβολικά χοντρού ατόμου, συνήθως εξαιτίας του μεγάλου ύψους του
- (ευφημιστικά) υπερβολικά χοντρός, παχύσαρκος
Συνώνυμα
Αναφορές
- εύσωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.