θύελλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θύελλα | οι | θύελλες |
| γενική | της | θύελλας & θυέλλης |
των | θυελλών |
| αιτιατική | τη | θύελλα | τις | θύελλες |
| κλητική | θύελλα | θύελλες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θύελλα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύελλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθi.e.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θύ‐ελ‐λα
Ουσιαστικό
θύελλα θηλυκό
- (μετεωρολογία, άνεμος) μεγάλη καταιγίδα με δυνατό άνεμο και βροχή
- ≈ συνώνυμα: αγεροσούρι, ανεμοστρόβιλος, σίφωνας, σίφουνας, τυφώνας
- (μεταφορικά) μεγάλη αναστάτωση και αναταραχή
- (+ γενική) ορμητική εκδήλωση από κάτι
- ↪ θύελλα επευφημιών, χειροκροτημάτων, θύελλα διαμαρτυριών
Πολυλεκτικοί όροι
- δελτίο θυέλλης
- θύελλα αντιδράσεων
- λάμπα θυέλλης
- φανός θυέλλης
Εκφράσεις
- έρχεται θύελλα
- κόπασε η θύελλα
- ξεσπά θύελλα
- πέρασε η θύελλα
- προμηνύεται θύελλα
- σαν θύελλα
Παροιμίες
- όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες: όποιος προκαλεί αναταραχές, υφίσταται χειρότερες συνέπειες
Αντώνυμα
Συγγενικά
-
θύελλα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- θύελλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θύελλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'θύελλα'.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| θῠελλα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | θύελλᾰ | αἱ | θύελλαι | |
| γενική | τῆς | θυέλλης | τῶν | θυελλῶν | |
| δοτική | τῇ | θυέλλῃ | ταῖς | θυέλλαις | |
| αιτιατική | τὴν | θύελλᾰν | τὰς | θυέλλᾱς | |
| κλητική ὦ! | θύελλᾰ | θύελλαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θυέλλᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | θυέλλαιν | |||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
θύελλα θηλυκό
- (μετεωρολογία, άνεμος) η θύελλα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 68 (στίχοι 67-68)
- ἀλλά θ᾽ ὁμοῦ πίνακάς τε νεῶν καὶ σώματα φωτῶν | κύμαθ᾽ ἁλὸς φορέουσι πυρός τ᾽ ὀλοοῖο θύελλαι.
- μαδέρια καραβιών, σώματα ανδρών, όλα τα παρασύρει | το θαλάσσιο κύμα, τα καταπίνει ολέθρια η φλογισμένη δίνη.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλά θ᾽ ὁμοῦ πίνακάς τε νεῶν καὶ σώματα φωτῶν | κύμαθ᾽ ἁλὸς φορέουσι πυρός τ᾽ ὀλοοῖο θύελλαι.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 742 (742-743)
- ἀλλά κεν ἔνθα καὶ ἔνθα φέροι πρὸ θύελλα θυέλλης | ἀργαλέη· δεινὸν δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι.
- μα εδώ κι εκεί θα σε παρέσερνε η μια πάνω στην άλλη η φοβερή η θύελλα. | Είναι φοβερό και για τους αθάνατους θεούς ακόμα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἀλλά κεν ἔνθα καὶ ἔνθα φέροι πρὸ θύελλα θυέλλης | ἀργαλέη· δεινὸν δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδο-Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
- Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 68 (στίχοι 67-68)
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός κίνησης βίαιης, έντονης, στροβιλιστικής
Παράγωγα
- ἐκθυελλόω
- θυέλλειος
- θυελλήεις
- θυελλίζω
- θυελλοφορέομαι
- θυελλόπους
- θυελλοτόκος
- θυελλώδης
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- θύελλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θύελλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.