σίφωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σίφωνας | οι | σίφωνες |
| γενική | του | σίφωνα | των | σιφώνων |
| αιτιατική | τον | σίφωνα | τους | σίφωνες |
| κλητική | σίφωνα | σίφωνες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ο σίφωνας ξεκινάει από τη βάση των νεφών και φτάνει ως το έδαφος.
Ετυμολογία
- σίφωνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σίφων από την αιτιατική «τὸν σίφωνα». Συγκρίνετε με το σίφουνας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.fo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σί‐φω‐νας
Ουσιαστικό
σίφωνας ουδέτερο
- (μετεωρολογία) μια ταχέως περιστρεφόμενη στήλη ανέμου που ξεκινάει από τη βάση τεράστιων καταιγιδοφόρων νεφών, γνωστά ως σωρειτομελανίες, και φτάνει έως το έδαφος
- → δείτε την κοινή ονομασία σίφουνας
- για το όργανο χημικού εργαστηρίου → δείτε τη λέξη σιφώνιο
- σωλήνας για τη μεταφορά υγρού
- (ναυτικός όρος) ειδικός σωλήνας για τη μεταφορά ή εκκένωση υγρών από λέβητες ή από το κύτος του πλοίου
- (ιατρική) σωλήνας όπως ο καθετήρας για την πλύση στομάχου
- (ζωολογία) ευλύγιστος, συσταλτός σωλήνας σε μερικά μαλάκια για την απορρόφηση ή την αποβολή νερού
- για τον σωλήνα του μπάνιου → δείτε τη λέξη σιφόνι

Ο σίφωνας μιας Pomacea canaliculata φτάνει έξω από την επιφάνεια του νερού.
Συγγενικά
- αεροσίφωνας
- θερμοσιφωνάκι
- θερμοσίφωνας, θερμοσίφωνο
- σιφώνιο
- σιφωνοειδής
- σιφωνωτός
- σιφωνοφόρος
- σούφνους (ιδιωματικό)
- ταχυθερμοσίφωνας
- υδροσίφωνας
-
σίφωνας στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- «σίφων (& σίφωνας)» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.