σίφωνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σίφωνας οι σίφωνες
      γενική του σίφωνα των σιφώνων
    αιτιατική τον σίφωνα τους σίφωνες
     κλητική σίφωνα σίφωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο σίφωνας ξεκινάει από τη βάση των νεφών και φτάνει ως το έδαφος.

Ετυμολογία

σίφωνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σίφων από την αιτιατική «τὸν σίφωνα». Συγκρίνετε με το σίφουνας.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.fo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σίφωνας

Ουσιαστικό

σίφωνας ουδέτερο

  1. (μετεωρολογία) μια ταχέως περιστρεφόμενη στήλη ανέμου που ξεκινάει από τη βάση τεράστιων καταιγιδοφόρων νεφών, γνωστά ως σωρειτομελανίες, και φτάνει έως το έδαφος
     δείτε την κοινή ονομασία σίφουνας
  2. για το όργανο χημικού εργαστηρίου  δείτε τη λέξη σιφώνιο
  3. σωλήνας για τη μεταφορά υγρού
    1. (ναυτικός όρος) ειδικός σωλήνας για τη μεταφορά ή εκκένωση υγρών από λέβητες ή από το κύτος του πλοίου
    2. (ιατρική) σωλήνας όπως ο καθετήρας για την πλύση στομάχου
    3. (ζωολογία) ευλύγιστος, συσταλτός σωλήνας σε μερικά μαλάκια για την απορρόφηση ή την αποβολή νερού
    4. για τον σωλήνα του μπάνιου  δείτε τη λέξη σιφόνι
Ο σίφωνας μιας Pomacea canaliculata φτάνει έξω από την επιφάνεια του νερού.

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις σίφουνας και σιφόνι

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «σίφων (& σίφωνας)» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.