καταιγίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταιγίδα οι καταιγίδες
      γενική της καταιγίδας των καταιγίδων
    αιτιατική την καταιγίδα τις καταιγίδες
     κλητική καταιγίδα καταιγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταιγίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταιγίς[1] < κατ(ά) + αἰγίς
Η σημασία της λέξης προέρχεται από την ασπίδα του Δία, που παριστανόταν ως αιγίδα, ένα χιτώνα από δέρμα κατσίκας, και πιστευόταν ότι, όταν την έσειε δυνατά, προκαλούσε θύελλα

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.teˈʝi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταιγίδα

Ουσιαστικό

Σύννεφο καταιγίδας πάνω από πόλη της Ολλανδίας

καταιγίδα θηλυκό

  1. (μετεωρολογία, άνεμος) πολύ δυνατή βροχή που συνοδεύεται από αστραπές, κεραυνούς και ισχυρούς ανέμους
  2. (μεταφορικά) έντονη αναστάτωση που επέρχεται με ορμητικότητα σαν θύελλα
    καταιγίδα αντιδράσεων

Σύνθετα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • γεωμαγνητική καταιγίδα
  • ηλεκτρική καταιγίδα
  • καλοκαιρινή καταιγίδα
  • μαγνητική καταιγίδα
  • τροπική καταιγίδα
  • φονική καταιγίδα

Εκφράσεις

  • έπιασε καταιγίδα
  • έρχεται καταιγίδα
  • κόπασε η καταιγίδα
  • μαίνεται καταιγίδα
  • ξεσπά καταιγίδα
  • τέλεια καταιγίδα

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.