tempête
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
tempête (fr) θηλυκό
- η θύελλα, η λαίλαπα
- (ειδικότερα) η καταιγίδα
- (ειδικότερα) η τρικυμία
- (μεταφορικά) η αναστάτωση, η αναταραχή
- (συνεκδοχικά) ο θόρυβος, η φασαρία
Συγγενικά
- tempêter
- tempétueux - tempétueuse
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.