θυελλώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυελλώδης η θυελλώδης το θυελλώδες
      γενική του θυελλώδους της θυελλώδους του θυελλώδους
    αιτιατική τον θυελλώδη τη θυελλώδη το θυελλώδες
     κλητική θυελλώδη(ς) θυελλώδης θυελλώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυελλώδεις οι θυελλώδεις τα θυελλώδη
      γενική των θυελλωδών των θυελλωδών των θυελλωδών
    αιτιατική τους θυελλώδεις τις θυελλώδεις τα θυελλώδη
     κλητική θυελλώδεις θυελλώδεις θυελλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θυελλώδης < θύελλα + -ώδης

Επίθετο

θυελλώδης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.