αμμοθύελλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμμοθύελλα οι αμμοθύελλες
      γενική της αμμοθύελλας των αμμοθυελλών
    αιτιατική την αμμοθύελλα τις αμμοθύελλες
     κλητική αμμοθύελλα αμμοθύελλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αμμοθύελλα στη Σαουδική Αραβία

Ετυμολογία

αμμοθύελλα < άμμ(ος) -ο- + θύελλα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.moˈθi.e.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμμοθύελλα

Ουσιαστικό

αμμοθύελλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.