θύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  θύω   θύομαι 
Παρατατικός  ἔθυον   ἐθυόμην 
Μέλλοντας  θύσω   θύσομαι, τυθήσομαι 
Αόριστος  ἔθυσα   ἐθυσάμην & ἐτύθην 
Παρακείμενος  τέθυκα   τέθυμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐτεθύκειν   ἐτεθύμην 
Συντελ.Μέλλ.
επικός τύπος παρατ. θῦον, δωρικός τύπος μέλλ. θυσῶ, επικός τύπος αόρ. α' θῦσα

Ετυμολογία

θύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη) συνδέεται με λατινική suffiō (υποκαίω, θυμιώ) και πιθανώς με λατινική fūmus, παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική дꙑмъ (dymŭ), αλβανική tym, σανσκριτική धूम (dhūmá) όλα που σημαίνουν καπνός[1]

Ρήμα

θύω (παθητική φωνή: θύομαι)

  1. θυσιάζω
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 231-232
    Ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ | τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν,
    Τότε ανάβοντας φωτιά, πρώτα θυσία τελούμε, ύστερα μόνοι μας, | κόβοντας τα τυριά, δειπνήσαμε,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
  2. γιορτάζω προσφέροντας θυσίες
  3. είμαι μανιασμένος, αφηνιασμένος ή ταραγμένος
  4. (μεταφορικά) σχίζω σε κομμάτια, κομματιάζω, ξεσχίζω

Συγγενικά

  • ἀναθύω
  • ἀντεπιθύω
  • ἀντιθύω
  • ἀποθύω
  • ἐκθύω
  • ἐπιθύω
  • καταθύω
  • μεταθύω
  • προθύω
  • θυώδης
  • θυωρίς
  • θυωρός
  • συγκαταθύω
  • συνθύω
  • ὑπερθύω
  • θύστης
  • θυσία
  • θυτέον
  • θυτέος
  • θυτήρ
  • θυτήριον
  • θυτήριος
  • θύτης
  • θυτικός
  • θύτις
  • θύτρια
  • θύος

Πηγές

Αναφορές

  1. θύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.