ἄελλα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄελλ αἱ ἄελλαι
      γενική τῆς ἀέλλης τῶν ἀελλῶν
      δοτική τῇ ἀέλλ ταῖς ἀέλλαις
    αιτιατική τὴν ἄελλᾰν τὰς ἀέλλᾱς
     κλητική ! ἄελλ ἄελλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀέλλ
γεν-δοτ τοῖν  ἀέλλαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄελλα < πιθανόν σχετίζεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wḗh₁- / *h₂weh₁-  δείτε και τη λέξη ἄημι

Ουσιαστικό

ἄελλα, -ης θηλυκό

  1. (άνεμος, μετεωρολογία) ανεμοθύελλα, ανεμοστρόβιλος
  2. (κατ’ επέκταση) στροβιλισμός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.