ἄελλα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἄελλᾰ | αἱ | ἄελλαι |
| γενική | τῆς | ἀέλλης | τῶν | ἀελλῶν |
| δοτική | τῇ | ἀέλλῃ | ταῖς | ἀέλλαις |
| αιτιατική | τὴν | ἄελλᾰν | τὰς | ἀέλλᾱς |
| κλητική ὦ! | ἄελλᾰ | ἄελλαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀέλλᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀέλλαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἄελλα, -ης θηλυκό
- (άνεμος, μετεωρολογία) ανεμοθύελλα, ανεμοστρόβιλος
- (κατ’ επέκταση) στροβιλισμός
Πηγές
- ἄελλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄελλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.