θράσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το θράσος
      γενική του θράσους
    αιτιατική το θράσος
     κλητική θράσος
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θράσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θράσος / θάρρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰers- < *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθɾa.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θράσος

Ουσιαστικό

θράσος ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θρᾰσεσ-
ονομαστική τὸ θράσος τὰ θράση - θράσε
      γενική τοῦ θράσους - θράσεος τῶν θρασῶν - θρασέων
      δοτική τῷ θράσει - θράσεῐ̈ τοῖς θράσεσ(ν)
    αιτιατική τὸ θράσος τὰ θράση - θράσεα
     κλητική ! θράσος θράση - θράσεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θράσει - θράσεε
γεν-δοτ τοῖν  θρασοῖν - θρασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θράσος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θράσος ουδέτερο

  1. κουράγιο, τόλμη, σθένος, θάρρος
      5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 725-726
    οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς μὴ καλοῖς βουλεύμασιν | οὐδ᾽ ἐλπίς, ἥτις καὶ θράσος τι προξενεῖ.
    Δεν υπάρχει μες στα όχι καλά σχέδια | ουδ᾽ ελπίδα, που να μπορεί να δώσει κάποιο θάρρος.
    Μετάφραση: Ι.Ν. Γρυπάρης @greeklanguage.gr
  2. (με αρνητική σημασία) υπερβολικό θάρρος, αυθάδεια, θρασύτητα, απερίσκεπτη τόλμη, αναίδεια

Συγγενικά

  • ἀθράσυντος
  • καταθρασύνομαι
  • θρασύβουλος
  • θρασυεργός
  • θρασύφρων
  • θρασυγλωσσής
  • θρασύδειλος
  • θρασύμαχος
  • θρασυμήδης
  • θρασύμαχος
  • θρασυκάρδιος
  • θρασύμητις
  • θρασυμήχανος
  • θρασύμυθος
  • θρασύπονος
  • θρασυπτόλεμος
  • θρασύθυμος
  • θρασύτης
  • θρασύνω
  • θρασύς

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.