θρασύτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θρᾱσύτητ-
ονομαστική θρασύτης αἱ θρασύτητες
      γενική τῆς θρασύτητος τῶν θρασυτήτων
      δοτική τῇ θρασύτητ ταῖς θρασύτησ(ν)
    αιτιατική τὴν θρασύτητ τὰς θρασύτητᾰς
     κλητική ! θρασύτης θρασύτητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρασύτητε
γεν-δοτ τοῖν  θρασυτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θρασύτης < θρασύ(ς) + -της
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: θρασύτητα

Ουσιαστικό

θρασύτης θηλυκό

  1. υπερβολική τόλμη
  2. αυθάδεια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.